- τετραποδιστί
- τετρᾰποδ-ιστί, Adv.A = τετραποδητί, Plu.2.241f, Luc.DMar. 7.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τετραποδιστί — indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραποδιστί — ΜΑ επίρρ. τετραποδητί. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετράπους, οδος + επιρρμ. κατάλ. ιστί (πρβλ. ἱππ ιστί, νομ ιστί)] … Dictionary of Greek